- επιτηδευματίας
- ο [επιτήδευμα]αυτός που ασκεί ένα επιτήδευμα, ένα επάγγελμα, ο επαγγελματίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
επιτηδευματίας — ο αυτός που ασκεί επιτήδευμα (βλ. λ.), ο επαγγελματίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επαγγελματίας — ο αυτός που ασκεί κάποιο επάγγελμα για βιοπορισμό, ο επιτηδευματίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)